ορθόπτερα

ορθόπτερα
Τάξη εντόμων ποικίλων διαστάσεων, με τυπικά μασητικά στοματικά όργανα, μπροστινές πτέρυγες μεταμορφωμένες σε καλυπτήριο υμένα ή περγαμηνοειδούς σύστασης και ατελούς μεταμόρφωσης. Το κεφάλι είναι μεγάλο, ισχυρό, γενικά υπογναθικό. Τα ο. έχουν σύνθετους οφθαλμούς, πολύ αναπτυγμένους, και σχεδόν πάντοτε ομματίδια· οι κεραίες μπορεί να είναι πολύ μακρές και λεπτές ή κοντές και μάλλον χοντρές. Τα στοματικά όργανα αποτελούνται από ισχυρά σαγόνια με οδοντωτή περιφέρεια. Τα πόδια του πρώτου από τα τρία ζευγάρια μπορεί να είναι ισχυρά, ογκώδη και κατάλληλα ως όργανα εκσκαφής (π.χ. στο γρυλλασπάλακα) ή να είναι όμοια με τα πόδια του δεύτερου ζευγαριού και κατά συνέπεια προορισμένα για το βάδισμα· τα πίσω πόδια είναι σχεδόν πάντοτε πιο ανεπτυγμένα και χρησιμεύουν για το πήδημα. Τα φτερά μπορεί να είναι μακριά ή περιορισμένα ή να λείπουν τελείως, ενώ τα μπροστινά, στενά και λίγο αποσκληρυμένα, έχουν χρώμα που γίνεται όμοιο με τα άλλα μέρη του σώματος και είναι συνήθως μιμητικό· τα πίσω φτερά, διπλωμένα κάτω από τα μπροστινά, είναι μεμβρανώδη, πλατιά και συχνά έχουν ένα ζωηρό χρώμα, που έρχεται σε αντίθεση με το χρώμα του σώματος. Η κοιλιά αποτελείται από 11 τμήματα. Τα θηλυκά έχουν γενικά ένα όργανο ωοτοκίας, το μήκος και η δομή του οποίου ποικίλλουν ανάλογα με την οικογένεια. Τα ακμαία o., ιδιαίτερα τα αρσενικά, είναι προικισμένα με συριστικά όργανα. Αναπαράγονται με αβγά, από τα οποία βγαίνουν νύμφες που ζουν περίπου όμοια με τα ακμαία άτομα και διαφέρουν μορφολογικά μόνο κατά τις μικρότερες διαστάσεις και την έλλειψη φτερών, των οποίων οι αποφύσης εμφανίζονται στο προτελευταίο στάδιο (νύμφη). Τα ο. είναι χερσαία έντομα, διαδεδομένα σε όλο τον κόσμο και στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα· όλα σχεδόν είναι χορτοφάγα, μερικά όμως είναι σαρκοφάγα ή παμφάγα· άλλα ζουν κατά σμήνη, όπως οι ακρίδες και εκτελούν μαζικές μεταναστεύσεις, κατά τις οποίες μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στη γεωργία. Στα ο. περιλαμβάνονται περίπου 12.000 είδη, υποδιαιρούμενα σε δύο υποτάξεις (ξιφοφόρα και κοιλοφόρα) που περιλαμβάνουν πολυάριθμες οικογένειες. Τα ξιφοφόρα έχουν γενικά μακρές και λεπτές κεραίες, όργανά ωοτοκίας μακριά και μερικές φορές μακρότατα σε σχήμα ξίφους (από το οποίο πήραν και την ονομασία ξιφοφόρα), συριστικό όργανο πιο ανεπτυγμένο στα αρσενικά και όργανα ακοής στο τρίτο τμήμα των μπροστινών ποδιών. Από τις πιο σημαντικές οικογένειες είναι οι Γρυλλίδες και οι Τεττιγονίδες: στους τελευταίους αυτούς ανήκουν οι μακροκεραιωτές ακρίδες, όπως η κοινή πράσινη ακρίδα. Τα κοιλοφόρα έχουν κεραίες κοντές, όργανα ωοτοκίας μικρού μήκους και ρωμαλέα, συριστικά όργανα που αποτελούνται από τα ανάγλυφα των πίσω ποδιών, που τρίβονται πάνω στις νευρώσεις των καλυπτήριων υμένων, και όργανα ακοής στα πλευρά του πρώτου τμήματος της κοιλιάς. Η πιο ενδιαφέρουσα οικογένειά τους είναι οι Ακριδίδες, που περιλαμβάνει τα πιο επιβλαβή είδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παυρομετάβολα — Έντομα που παρουσιάζουν προοδευτικές μεταμορφώσεις. Τα νεαρά άτομα, εξαιτίας του σχηματισμού και του τρόπου ζωής τους, μοιάζουν με τα ενήλικα. Τα π. αποτελούν ομάδα των ετερομετάβολων εντόμων. Είναι συνήθως έντομα χερσόβια. Γνωστότερα είδη είναι… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • εμβιόπτερα — τα τάξη ημιμετάβολων εντόμων συγγενής με τα ορθόπτερα …   Dictionary of Greek

  • νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά …   Dictionary of Greek

  • ορθοπτεροειδής — ές (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθοπτεροειδή υπέρταξη πτερυγωτών νεόπτερων εντόμων στην οποία ανήκουν τα νωτόπτερα, τα πλεκόπτερα, τα ορθόπτερα, τα εμβιόπτερα και τα δικτυόπτερα …   Dictionary of Greek

  • ορθόπτερος — η, ο (Α ὀρθόπτερος, ον) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορθόπτερα εντομολ. τάξη νεόπτερων πτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει τις ακρίδες και τους γρύλλους αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλους κολωνοὺς ἔχουσα πτερά γὰρ τὰ εἰς ὕψος ἀνέχοντα, ἢ… …   Dictionary of Greek

  • ωοαποθέτης — Όργανο των θηλυκών εντόμων (κυρίως ορθόπτερα και υμενόπτερα), με το οποίο διοχετεύουν τα αβγά τους στο έδαφος ή στους ιστούς ζωικών και φυτικών οργανισμών, όπου το έμβρυο μπορεί να βρει το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάπτυξή του. Λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • ανισόμορφα — (anisomorpha). Έντομα ορθόπτερα, άπτερα, της οικογένειας των φασμιδών. Τα έντομα της οικογένειας αυτής ονομάζονται φάσματα. Πολλά από αυτά έχουν το χρώμα των φύλλων των δέντρων ή των κλαδιών, πάνω στα οποία ζουν, γεγονός που τα κάνει αθέατα από… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”